Η Αγορά του Πορτοκαλιού w3

Εβδομαδιαία Ενημέρωση για την Β2Β Αγορά Πορτοκαλιών

Η Εποχιακή Επιβράδυνση της μετα-εορταστικής Περιόδου Επιμένει

Σε όλες τις κύριες χώρες-παραγωγούς πορτοκαλιών στην Ε.Ε, δηλαδή την Ισπανία, την Ιταλία και την Ελλάδα, η ισχνή ζήτηση για το προϊόν έχει οδηγήσει σε περαιτέρω υποχώρηση των τιμών χονδρικής αλλά και παραγωγού. 

Η κατάσταση στην Ιταλία μαρτυρά τις τρέχουσες συνθήκες στις πιο σημαντικές Ευρωπαϊκές αγορές: παρόλο που η περίοδος συγκομιδής των ναβελίνων στην Ιταλία και την Ισπανία έχει σχεδόν σταματήσει, η ζήτηση για αυτές είναι τόσο ασθενείς που οι τιμές μειώνονται. Επίσης, τα πορτοκάλια ποικιλίας Sicilian Tarocco την τρέχουσα περίοδο είναι ανώτερης ποιότητας και μεγαλύτερων μεγεθών απ'ότι πέρυσι λόγω των ευνοϊκών καιρικών συνθηκών, όμως η περιορισμένη ζήτηση έχει ως αποτέλεσμα χαμηλές τιμές για τους παραγωγούς τους. 

Παραδοσιακά, οι κύριοι πελάτες μας με έδρα στην Ιταλία ήταν χονδρέμποροι-εισαγωγείς που αγοράζουν μεγάλες ποσότητες χύμα εσπεριδοειδών. 

Στην Ελλάδα, συνεργαζόμενοι παραγωγοί μας ενημερώνουν τους αντιπροσώπους μας στο πεδίο πως οι τιμές έχουν φτάσει σε τόσο χαμηλά επίπεδα σε κάποιες περιοχές που δεν μπορούν να εξασφαλίσουν τη βιωσιμότητα της αγροτικής τους δραστηριότητας κατά την επόμενη σεζόν. 

 

Κύριες Τιμολογιακές Μεταβολές στην Ε.Ε.

Τα τελευταία δεδομένα που δημοσιεύθηκαν από τη Γενική Διεύθυνση της Ε.Ε. για τη Γεωργία και την Περιφερειακή Ανάπτυξη αντικατοπτρίζουν τα ανωτέρω σχόλια: 

prices-1

Προσφάτως, παίκτες με έδρα την Αίγυπτο εισήλθαν στις αγορές πορτοκαλιού στην Ευρώπη και τη Ρωσία, προσφέροντας πολύ οικονομικά αποδοτικές εναλλακτικές προς το Ευρωπαϊκής προέλευσης προϊόν. Οι χαμηλότερες τιμές για το Αιγυπτιακό πορτοκάλι καταμαρτυρούν βέβαια σε κάποιο βαθμό και την ανάγκη των παραγωγών της εν λόγω χώρας να διαθέσουν άμεσα στην αγορά αποθέματα τα οποία διαφορετικά θα κατευθύνονταν προς τους συνήθεις πελάτες τους στην Ασία, τους οποίους και δεν μπορούν να εξυπηρετήσουν επί του παρόντος λόγω της κρίσης στην Ερυθρά Θάλασσα.

 

Αναθεώρηση των Προβλέψεων του USDA για τα Επίπεδα Παραγωγής και τις Αναμενόμενες Κινήσεις Περιφερειακών Παικτών

Υπήρξε μια ελαφρά άνοδος στους αναμενόμενους όγκους παραγωγής σε πολιτείες όπως η Καλιφόρνια, η Αριζόνα και το Τέξας, παραμένοντας βεβαίως σημαντικά χαμηλότεροι σε σχέση με προηγούμενες σεζόν. Αυτό σημαίνει οτι η ενισχυμένη ανάγκη για εισαγωγές παραμένει. 

Οι αναθεωρήσεις δεν περιορίζονται στα παραπάνω: οι αναμενόμενες ποσότητες για τα μικρά εσπεριδοειδή μειώθηκαν. Μία περαιτέρω αύξηση στο εγχώριο κενό προσφοράς για μικρότερου μεγέθους φρούτα μπορεί να προκύψει και λόγω των αυξημένων βροχοπτώσεων που είναι συνήθεις κατά την τρέχουσα περίοδο στη Δυτική Ακτή των Η.Π.Α. Αυτό αφορά και τα ομφαλοφόρα πορτοκάλια, που είναι μεταξύ των αγαπημένων των καταναλωτών. Το εν λόγω κενό δημιουργεί ευκαιρίες για χώρες όπως το Μαρόκο, που έχει άλλωστε συνάψει συμφωνία ελεύθερου εμπορίου με της Η.Π.Α. και είναι πλούσιο σε παραγωγή μικρού μεγέθους πορτοκαλιών και μικρών εσπεριδοειδών. Η ωφέλεια αυτή για το Μαρόκο αναμένεται να υπάρξει παρόλο του σχετικά περιορισμένου μεγέθους της παραγωγικής του βάσης, αν το συγκρίνουμε με τους Ευρωπαίους ανταγωνιστές του. 

Επιπρόσθετα, αξίζει να αναμένουμε να δούμε ποιά θα είναι η κατάσταση που θα διαμορφωθεί στον κλάδο των εσπεριδοειδών στην Αργεντινή και το ρόλο που θα διαδραματίσει στη διευθέτηση του κενού προσφοράς λόγω της ατυχούς σεζόν στη Βόρεια και Νότια Αμερικανική Ήπειρο. Η υποτίμηση του πέσο θα τείνει να καταστήσει το εγχώριο προϊόν σχετικά φθηνότερο για τους διεθνείς παίκτες, όμως η επακόλουθη άνοδος του κόστους για εισροές μπορεί να αντιστρέψει αυτή τη θετική επίδραση στο αγροτικό εμπορικό ισοζύγιο της χώρας. 

Untitled design (19)

Η Ελλάδα, απεναντίας, ενώ αποτελεί ένα σημαντικό παίκτη στο διεθνή κλάδο των εσπεριδοειδών, δεν έχει καταφέρει να αποκτήσει πρωταγωνιστικό ρόλο στη διαδικασία αυτή. Στην πιο πρόσφατη έκθεσή του επί των εξαγωγών αγροτικών προϊόντων, το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων κατέδειξε πως η εξαγωγές ελληνικών εσπεριδοειδών από την αρχή του 2023 έως και σήμερα είναι κατά 1.20% μειωμένες σε σχέση με το ίδιο χρονικό διάστημα ένα έτος πριν.