Ελληνικά

Η κρίση στην αγορά ελαιολάδου το 2023

Τα έτη 2022 και 2023 σημαδεύτηκαν από έντονες αναταράξεις στις αγορές πολλών αγροτικών προϊόντων, με επίκεντρο την αγορά του ελαιολάδου. Αυτό προκάλεσε μεγάλη αβεβαιότητα σε ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις, και ιδιαίτερα στους χονδρεμπόρους συσκευασμένων προϊόντων και τις βιομηχανίες τροφίμων που χρησιμοποιούν ελαιόλαδο ως πρώτη ύλη.

Οι εν λόγω συνθήκες επήλθαν από τη μείωση του όγκου παραγωγής στις κύριες ελαιοπαραγωγικές χώρες της Ε.Ε. πολύ κάτω από το μέσο όρο κατά τη σεζόν 2022/2023. Παράγοντας που συνέβαλε σημαντικά σε αυτό ήταν οι αντίξοες καιρικές συνθήκες που επικράτησαν, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τις ξηρασίες που έπληξαν την Ισπανία από τον Οκτώβριο μέχρι τον Απρίλιο του 2023. Παρόλα αυτά, η Ελλάδα είχε μία εξαιρετική ελαιοπαραγωγική χρονιά. Σύμφωνα με το Wikifarmer, τον κορυφαίο ψηφιακό εξαγωγέα αγροτικών προϊόντων στην Ελλάδα, το ελληνικό ελαιόλαδο αναδείχθηκε σε περιζήτητη λύση για την κάλυψη του κενού που δημιουργήθηκε στις άλλες ευρωπαϊκές αγορές. 

 

 

Σύμφωνα με δεδομένα της EUROSTAT data, παρόλο που τα επίπεδα παραγωγής ελαιολάδου στις χώρες εκτός Ε.Ε. παρέμειναν σταθερά, οι εξαγωγές προς την Ε.Ε. μειώθηκαν κατά 14.19%, οδηγώντας σε μείωση της διαθεσιμότητας ελαιολάδου κατά 26.76%.

Αυτή η τάση εξάντλησης των τελικών αποθεμάτων ελαιολάδου συντέλεσε στην ραγδαία αύξηση της τιμής του. Βάσει πρόσφατων δεδομένων, η τιμή έχει αυξηθεί κατά περίπου 19% στις ελαιοπαραγωγικές νοτιοευρωπαϊκές χώρες το 2022 και 2023, και αναμένεται να συνεχίσει να αυξάνεται. 

 

 

Κάτω από τέτοιες δύσκολες συνθήκες, οι οικονομικοί κίνδυνοι για τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην αγορά ελαιολάδου είναι πολλαπλοί. Αρχικά, η περιορισμένη διαθεσιμότητα περιορίζει τις επιχειρηματικές ευκαιρίες για τους χονδρεμπόρους. Επίσης, οι συνακόλουθες αυξήσεις των τιμών συμπαρασύρουν τα COGS των βιομηχανιών τροφίμων, ασκώντας αυξητικές πιέσεις στις τιμές κατά μήκος ολόκληρης της εφοδιαστικής αλυσίδας. Παράλληλα, η ποιότητα των διαθέσιμων αποθεμάτων ίσως είναι αμφισβητήσιμη, απειλώντας τόσο τη φήμη των χονδρεμπόρων που τα διακινούν όσο και την ποιότητα του τελικού προϊόντος των βιομηχανιών που τα αξιοποιούν ως πρώτη ύλη. 

Υπό το φως αυτής της κατάστασης, είναι απαραίτητο για υπεύθυνους προμηθειών να αναζητήσουν πιθανά υποκατάστατα του ελαιολάδου, όπως το κραμβέλαιο, ένα προϊόν σε υψηλή διαθεσιμότητα αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα, βάσει των δεδομένων που κατέχει το Wikifarmer. Παρόλα αυτά, η έγκαιρη και αξιόπιστη προμήθεια τέτοιων υποκατάστατων επίσης δυσχερένεται όταν η ζήτηση για αυτά αυξάνεται. 

Συνοψίζοντας, οι υπάρχοντες προμηθευτές ελαιολάδου και στενών του υποκατάστατων αντιμετωπίζουν μεγάλες προκλήσεις στην παραγωγή, οπότε χονδρέμποροι και βιομηχανίες τροφίμων στις περισσότερο πληγείσες χώρες (κυρίως την Ιταλία και την Ισπανία) χρειάζεται να επαναπροσεγγίσουν τις διαδικασίες προμηθειών τους και να επεκτείνουν τα δίκτυα των προμηθευτών τους. Η ασυμμετρία που υπάρχει στη βιομηχανία των τροφίμων, όμως, καθιστά τον εντοπισμό νέων προμηθευτών μία χρονοβόρα διαδικασία χωρίς εγγυημένα αποτελέσματα. Η πρόσβαση σε ένα Β2Β marketplace, και ειδικά σε ένα ψηφιακό και με παγκόσμια δραστηριότητα, θα επέτρεπε στους εμπλεκόμενους σε πληγείσες επιχειρήσεις να συγκρίνουν τιμές, πιστοποιητικά ποιότητας, καθώς και χρόνους παράδοσης μεταξύ πολλαπλών προμηθευτών. Αυτός είναι ο πιο οικονομικά αποδοτικός τρόπος διαχείρισης των προκλήσεων που πλήττουν αυτή τη στιγμή τον κλάδο. 

Το Wikifarmer υπόσχεται να προσφέρει όλες αυτές τις δυνατότητες στους B2B αγοραστές ελαιολάδου, αυτοαποκαλούμενο ως “ο ψηφιακός εισαγωγέας σου”. Το Wikifarmer επιτυγχάνει τα προηγούμενα μέσω της έκθεσης των συνεργατών του σε ένα παγκόσμιο δίκτυο με περισσότερους από 15.000 εγγεγραμμένους και πιστοποιημένους παραγωγούς και προμηθευτές φρέσκων και συσκευασμένων αγροτικών προϊόντων, διαθέτοντας μία λύση 360-μοιρών στις προμήθειες. Μέσω αυτής φροντίζει κάθε στάδιο της συναλλαγής: από την ανακάλυψη και την επιλογή των προϊόντων μέχρι τον ποιοτικό τους έλεγχο και τελικά την παράδοσή τους στην αποθήκη του πελάτη.